„ερειπωμένος“ ερειπωμένος [eripoˈmenos], ερειπωμένη, ερειπωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) verkommen, verfallen verkommen, verfallen ερειπωμένος κτήριο ερειπωμένος κτήριο