„επιτρέπω“: μεταβατικό ρήμα επιτρέπω [epiˈtrepo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erlauben, zulassen erlauben (κάτι σε κάποιον jemandem etwas) επιτρέπω επιτρέπω zulassen επιτρέπω δέχομαι, αφήνω επιτρέπω δέχομαι, αφήνω Beispiele (μου) επιτρέπετε; gestatten Sie? (μου) επιτρέπετε; επιτρέπω στον εαυτό μου sich etwas erlauben επιτρέπω στον εαυτό μου επιτρέπω στον εαυτό μου gönnen επιτρέπω στον εαυτό μου