επιτείνομαι
[epiˈtinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich verstärkenεπιτείνομαι γίνομαι πιο έντονοςεπιτείνομαι γίνομαι πιο έντονος
- sich zuspitzenεπιτείνομαι επιδεινώνομαιεπιτείνομαι επιδεινώνομαι