επιταγή
[epitaˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Anweisungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιταγή προσταγήεπιταγή προσταγή
- Zahlungsbefehlαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπιταγή εντολή πληρωμήςεπιταγή εντολή πληρωμής
- Scheckαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπιταγή τσεκεπιταγή τσεκ
Beispiele
- ταχυδρομική επιταγήPostanweisungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τραπεζική επιταγήScheckαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- επιταγή εν λευκώBlankoscheckαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen