επιστήμη
[episˈtimi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Wissenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιστήμηεπιστήμη
Beispiele
- επιστήμη της ηλεκτρολογίαςElektrizitätslehreθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θετικές επιστήμεςπληθυντικός | Plural plexakte Wissenschaftenπληθυντικός | Plural pl
- θεωρητικές επιστήμεςπληθυντικός | Plural pltheoretische Wissenschaftenπληθυντικός | Plural pl