„επιρρηματικός“ επιρρηματικός [epirimatiˈkos], επιρρηματική, επιρρηματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) adverbial adverbial επιρρηματικός επιρρηματικός