„επινοητικός“ επινοητικός [epinoitiˈkos], επινοητική, επινοητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erfinderisch erfinderisch επινοητικός επινοητικός