επικοινωνώ
[epikjinoˈno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich in Verbindung setzenεπικοινωνώ έρχομαι σε επαφήεπικοινωνώ έρχομαι σε επαφή
- kommunizierenεπικοινωνώ ανταλλάσσω πληροφορίεςεπικοινωνώ ανταλλάσσω πληροφορίες