επιδρώ
[epiˈðro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- beeinflussen (σε κ-ν/κ-ι j-n/etw)επιδρώ επηρεάζωeinwirken (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)επιδρώ επηρεάζωεπιδρώ επηρεάζω
- wirken (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)επιδρώ φάρμακοεπιδρώ φάρμακο