επιδερμίδα
[epiðerˈmiða]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- (Ober-)Hautθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιδερμίδαεπιδερμίδα
- Epidermisθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιδερμίδα ιατρική | Medizinιατρεπιδερμίδα ιατρική | Medizinιατρ