επιβιβάζομαι
[epiviˈvazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- einsteigen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)επιβιβάζομαι σε λεωφορείοεπιβιβάζομαι σε λεωφορείο
- sich einschiffenεπιβιβάζομαι σε πλοίοεπιβιβάζομαι σε πλοίο
- επιβιβάζομαι σε αεροπλάνο