επιβαρυντικός
[epivarindiˈkos], επιβαρυντική, επιβαρυντικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- belastendεπιβαρυντικός νομικός όρος | Rechtswesenνομεπιβαρυντικός νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- erschwerendεπιβαρυντικός συνθήκηεπιβαρυντικός συνθήκη