επεισόδιο
[epiˈsoðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Zwischenfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπεισόδιο έκτακτο συμβάνεπεισόδιο έκτακτο συμβάν
- Auseinandersetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπεισόδιο καβγάςεπεισόδιο καβγάς
- Folgeθηλυκό | Femininum, weiblich fεπεισόδιο τηλεόραση | Fernsehenτηλεπεισόδιο τηλεόραση | Fernsehenτηλ
Beispiele
- επεισόδιαKrawalleπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplAusschreitungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl