„επανορθώνω“: μεταβατικό ρήμα επανορθώνω [epanorˈθono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) wiedergutmachen wiedergutmachen επανορθώνω λάθος, ζημιά επανορθώνω λάθος, ζημιά