επανεκτελώ
[epanekteˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- wiederherstellenεπανεκτελώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υεπανεκτελώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ