„επαναφορτιζόμενος“ επαναφορτιζόμενος [epanafortiˈzomenos], επαναφορτιζόμενη, επαναφορτιζόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) aufladbar aufladbar επαναφορτιζόμενος επαναφορτιζόμενος Beispiele επαναφορτιζόμενη μπαταρίαθηλυκό | Femininum, weiblich f wiederaufladbare Batterieθηλυκό | Femininum, weiblich f επαναφορτιζόμενη μπαταρίαθηλυκό | Femininum, weiblich f