„επίστρωμα“: ουδέτερο επίστρωμα [eˈpistroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Belag Belagαρσενικό | Maskulinum, männlich m επίστρωμα λεπτό στρώμα επίστρωμα λεπτό στρώμα