εξωκοινοβουλευτικός
[eksokjinovuleftiˈkos], εξωκοινοβουλευτική, εξωκοινοβουλευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- außerparlamentarischεξωκοινοβουλευτικόςεξωκοινοβουλευτικός