εξουσιοδότηση
[eksusioˈðotisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Ermächtigungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξουσιοδότησηVollmachtθηλυκό | Femininum, weiblich fεξουσιοδότησηεξουσιοδότηση
- Befugnisθηλυκό | Femininum, weiblich fεξουσιοδότηση αρμοδιότηταεξουσιοδότηση αρμοδιότητα
- Berechtigungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξουσιοδότηση δικαίωμαεξουσιοδότηση δικαίωμα
- Autorisationθηλυκό | Femininum, weiblich fεξουσιοδότηση έγκρισηεξουσιοδότηση έγκριση
Beispiele
- εξουσιοδότηση εν λευκώBlankovollmachtθηλυκό | Femininum, weiblich f