εξαντλημένος
[eksandliˈmenos], εξαντλημένη, εξαντλημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- εξαντλημένος
- vergriffenεξαντλημένος εμπόριο | Handelεμπεξαντλημένος εμπόριο | Handelεμπ