εξάλειψη
[eˈksalipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Auslöschungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάλειψη εξαφάνισηεξάλειψη εξαφάνιση
- Abschaffungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάλειψη κατάργησηBeseitigungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάλειψη κατάργησηεξάλειψη κατάργηση
- Verwischenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξάλειψη χρώματος, ίχνουςεξάλειψη χρώματος, ίχνους
- Ausgleichungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάλειψη διαφορέςεξάλειψη διαφορές
Beispiele
- εξάλειψη ειδώνArtenschwundαρσενικό | Maskulinum, männlich mArtensterbenουδέτερο | Neutrum, sächlich n