ενόχληση
[eˈnoxlisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Störungθηλυκό | Femininum, weiblich fενόχληση διαταραχή της ομαλότηταςενόχληση διαταραχή της ομαλότητας
- Belästigungθηλυκό | Femininum, weiblich fενόχληση φορτικότηταενόχληση φορτικότητα
- Beschwerdeθηλυκό | Femininum, weiblich fενόχληση σωματικήενόχληση σωματική
Beispiele
- ενοχλήσεις ιατρική | MedizinιατρBeschwerdenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- ενοχλητική αλληλογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich fJunkmailθηλυκό | Femininum, weiblich f