εντοπίζω
[endoˈpizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- lokalisieren, ortenεντοπίζωεντοπίζω
- zurückverfolgenεντοπίζω προγονικές ρίζεςεντοπίζω προγονικές ρίζες
- peilenεντοπίζω υποβρύχια, δέκτεςραδιοφώνουνεντοπίζω υποβρύχια, δέκτεςραδιοφώνουν