„ενστερνίζομαι“: μεταβατικό ρήμα ενστερνίζομαι [ensterˈnizome]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) beherzigen beherzigen ενστερνίζομαι ενστερνίζομαι