ενοχοποιητικός
[enoxopiitiˈkos], ενοχοποιητική, ενοχοποιητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Belastungs-ενοχοποιητικός νομικός όρος | Rechtswesenνομενοχοποιητικός νομικός όρος | Rechtswesenνομ
Beispiele
- ενοχοποιητικά στοιχείαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplBelastungsmaterialουδέτερο | Neutrum, sächlich n