„ενοίκιο“: ουδέτερο ενοίκιο [eˈnikjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Miete Mieteθηλυκό | Femininum, weiblich f ενοίκιο ενοίκιο Beispiele χωρίς ενοίκιο mietfrei χωρίς ενοίκιο ενοίκιο με θέρμανση Warmmieteθηλυκό | Femininum, weiblich f ενοίκιο με θέρμανση ενοίκιο χωρίς θέρμανση Kaltmieteθηλυκό | Femininum, weiblich f ενοίκιο χωρίς θέρμανση