ενδοεπιχειρησιακός
[enðoepiçirisiaˈkos], ενδοεπιχειρησιακή, ενδοεπιχειρησιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- innerbetrieblichενδοεπιχειρησιακόςενδοεπιχειρησιακός