„εμπνευσμένος“ εμπνευσμένος [embnefzˈmenos], εμπνευσμένη, εμπνευσμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) inspiriert inspiriert (από von) εμπνευσμένος εμπνευσμένος