εμπειρογνώμονας
[embiroˈɣnomonas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f, εμπειρογνώμων [embiroˈɣnomon] <-ονος>αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Sachverständige(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fεμπειρογνώμοναςGutachterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεμπειρογνώμοναςεμπειρογνώμονας
- Experteαρσενικό | Maskulinum, männlich mεμπειρογνώμονας ειδικόςExpertinθηλυκό | Femininum, weiblich fεμπειρογνώμονας ειδικόςεμπειρογνώμονας ειδικός