„εμπειρικός“ εμπειρικός [embiriˈkos], εμπειρική, εμπειρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) empirisch empirisch εμπειρικός εμπειρικός