εμπάργκο
[emˈbargo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Embargoουδέτερο | Neutrum, sächlich nεμπάργκοεμπάργκο
Beispiele
- εμπάργκο εμπορίουHandelsembargoουδέτερο | Neutrum, sächlich nHandelssperreθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εμπάργκο όπλωνWaffenembargoουδέτερο | Neutrum, sächlich n