„εμβόλιμος“ εμβόλιμος [emˈvolimos], εμβόλιμη, εμβόλιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Zwischenfrage Schalttag Beispiele εμβόλιμη ερώτησηθηλυκό | Femininum, weiblich f Zwischenfrageθηλυκό | Femininum, weiblich f εμβόλιμη ερώτησηθηλυκό | Femininum, weiblich f εμβόλιμος ημέραθηλυκό | Femininum, weiblich f Schalttagαρσενικό | Maskulinum, männlich m εμβόλιμος ημέραθηλυκό | Femininum, weiblich f