εμβολιασμός
[emvoliazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Impfungθηλυκό | Femininum, weiblich fεμβολιασμός ιατρική | Medizinιατρεμβολιασμός ιατρική | Medizinιατρ
- Pfropfungθηλυκό | Femininum, weiblich fεμβολιασμός βοτανική | Botanikβοτεμβολιασμός βοτανική | Botanikβοτ
Beispiele
- Schluckimpfungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εμβολιασμός για τσιμπούριαZecken(schutz)impfungθηλυκό | Femininum, weiblich f