ελεημοσύνη
[eleimoˈsini]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Almosenουδέτερο | Neutrum, sächlich nελεημοσύνηελεημοσύνη
- Erbarmenουδέτερο | Neutrum, sächlich nελεημοσύνη έλεοςελεημοσύνη έλεος
- Barmherzigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fελεημοσύνη θρησκεία | Religionθρησκελεημοσύνη θρησκεία | Religionθρησκ