ελαττώνω
[elaˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verringern, vermindernελαττώνω μειώνω, λιγοστεύωελαττώνω μειώνω, λιγοστεύω
- senken, herabsetzenελαττώνω κατεβάζω τιμή, μισθόελαττώνω κατεβάζω τιμή, μισθό
- lindernελαττώνω πόνοελαττώνω πόνο