ελάττωμα
[eˈlatoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Fehlerαρσενικό | Maskulinum, männlich mελάττωμα που έχει κανείςMakelαρσενικό | Maskulinum, männlich mελάττωμα που έχει κανείςελάττωμα που έχει κανείς
- Mangelαρσενικό | Maskulinum, männlich mελάττωμα έλλειψηελάττωμα έλλειψη
Beispiele
-
- ελάττωμα υλικούMaterialfehlerαρσενικό | Maskulinum, männlich mMaterialschadenαρσενικό | Maskulinum, männlich m