„εκχριστιανίζω“: μεταβατικό ρήμα εκχριστιανίζω [ekxristiaˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) christianisieren christianisieren εκχριστιανίζω εκχριστιανίζω