εκφοβιστικός
[ekfovistiˈkos], εκφοβιστική, εκφοβιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- abschreckendεκφοβιστικόςεκφοβιστικός
Beispiele
- εκφοβιστικό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich nAbschreckungsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n