„εκτυπωμένος“ εκτυπωμένος [ektipoˈmenos], εκτυπωμένη, εκτυπωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) gedruckt gedruckt εκτυπωμένος εκτυπωμένος