εκτροπή
[ektroˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Abweichungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκτροπή απομάκρυνση από την αρχική πορείαεκτροπή απομάκρυνση από την αρχική πορεία
Beispiele
- εκτροπή της κυκλοφορίαςVerkehrsumleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκτροπή κλήσηςRufumleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκτροπή της κυκλοφορίαςUmleitungθηλυκό | Femininum, weiblich fVerkehrsumleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f