εκτοξεύω
[ektoˈksevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- abschießenεκτοξεύω ρακέταεκτοξεύω ρακέτα
- abfeuernεκτοξεύω χειροβομβίδαεκτοξεύω χειροβομβίδα