„εκσπερματώνω“: αμετάβατο ρήμα εκσπερματώνω [ekspermaˈtono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ejakulieren ejakulieren εκσπερματώνω εκσπερματώνω