„εκκρεμές“: ουδέτερο εκκρεμές [ekreˈmes]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <-ούς> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Pendel, Pendeluhr Pendelουδέτερο | Neutrum, sächlich n εκκρεμές εκκρεμές Pendeluhrθηλυκό | Femininum, weiblich f εκκρεμές ρολόι εκκρεμές ρολόι