„εισπνέω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα εισπνέω [isˈpneo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) einatmen einatmen εισπνέω εισπνέω