„εικονογραφώ“: μεταβατικό ρήμα εικονογραφώ [ikonoɣraˈfo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) illustrieren illustrieren εικονογραφώ εικονογραφώ