„εικαζόμενος“ εικαζόμενος [ikaˈzomenos], εικαζόμενη, εικαζόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) vermeintlich vermeintlich εικαζόμενος εικαζόμενος