ειδικεύω
[iðiˈkjevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ausbilden, spezialisieren (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ειδικεύω εκπαιδεύωειδικεύω εκπαιδεύω
- spezifizierenειδικεύω περιορίζω το λόγο σε ένα θέμαειδικεύω περιορίζω το λόγο σε ένα θέμα