„εθισμένος“ εθισμένος [eθizˈmenos], εθισμένη, εθισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) süchtig süchtig εθισμένος εθισμένος Beispiele εθισμένος σε φάρμακα medikamentenabhängig εθισμένος σε φάρμακα εθισμένος σε χάπια tablettensüchtig εθισμένος σε χάπια εθισμένος στην ηρωίνη heroinabhängig, heroinsüchtig εθισμένος στην ηρωίνη εθισμένος στο Ίντερνετ internetsüchtig εθισμένος στο Ίντερνετ Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen