εγγράφω
[eŋˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- eintragen, registrierenεγγράφω καταχωρίζωεγγράφω καταχωρίζω
- anmeldenεγγράφω δηλώνωεγγράφω δηλώνω
- immatrikulieren, einschreibenεγγράφω σε σχολήεγγράφω σε σχολή
- buchenεγγράφω εμπόριο | Handelεμπεγγράφω εμπόριο | Handelεμπ
- aufnehmenεγγράφω μουσεγγράφω μουσ