είσπραξη
[ˈispraksi]θηλυκό | Femininum, weiblich f <πληθυντικός | Plural pl>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Einnahmenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplείσπραξη εμπόριο | Handelεμπ ποσόείσπραξη εμπόριο | Handelεμπ ποσό
- Eintreibungθηλυκό | Femininum, weiblich fείσπραξη χρέηείσπραξη χρέη